- σιλουρισμός
- σιλουρισμός, ὁ, das Essen vom σίλουρος, das Bewirten damit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιλουρισμός — eating of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλουρισμός — ὁ, Α το να παραθέτει κανείς σίλουρο στο δείπνο, να τραπεζώνει τους καλεσμένους του με σίλουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλουρος «είδος ψαριού» + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek